- συνεπιλείπω
- Α [ἐπιλείπω]λείπω μαζί με κάτι άλλο («ἵνα τῷ μεγέθει τοῡ ὄγκου συνεπιλείπῃ», Πλωτίν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek